στρεψίμαλλος

στρεψίμαλλος
-ον, Α
1. αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο τρίχωμα
2. μτφ. (στην κωμωδία) (ως προσωνυμία τού Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι- τού στρέφω (πρβλ. στρέψις), συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* + -μαλλος (< μαλλός), πρβλ. μονό-μαλλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στρεψίμαλλος — with tangled fleece masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεψίμαλλον — στρεψίμαλλος with tangled fleece masc/fem acc sg στρεψίμαλλος with tangled fleece neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεψιμάλλους — στρεψίμαλλος with tangled fleece masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”