- στρεψίμαλλος
- -ον, Α1. αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο τρίχωμα2. μτφ. (στην κωμωδία) (ως προσωνυμία τού Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι- τού στρέφω (πρβλ. στρέψις), συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* + -μαλλος (< μαλλός), πρβλ. μονό-μαλλος].
Dictionary of Greek. 2013.